Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρχαιοκαπηλεία
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αρχαιοκαπηλία]

αρχαιοκαπηλία  
ουσιαστικό θηλυκό

tra`ffico ~m~, comme`rcio ~m~ ille`cito di ogge`tti anti`chi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρχαίοι αρχαιοκάπηλος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---