Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαρχή
ουσιαστικό θηλυκό 1 princi`pio ~m~; ini`zio ~m~ εν αρχή ην ο Λόγος==all'inizio c'era il Verbo | στην αρχή της λεωφόρου==all'inizio del viale | η αρχή του έτους==l'inizio dell'anno | για όλα υπάρχει μια αρχή==per tutto c'è un inizio, ogni cosa ha un principio | απ' την αρχή ως το τέλος==dall'inizio, dal principio alla fine | αρχές Αυγούστου φεύγω διακοπές==agli inizi, ai primi di agosto vado in vacanza | από την αρχή==dall'inizio || di nuovo; nuovamente; da capo | η αρχή του τέλους==il principio della fine | η αρχή είναι το ήμισυ του παντός==chi ben comincia, è a metà dell'opera | δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος==non ha né capo né coda | κατ' αρχάς==innanzitutto, prima di tutto 2 princi`pio ~m~; ori`gine ~f~; ca`usa ~f~ η αρχή του κακού ==l'origine del male 3 princi`pio ~m~; norma ~f~; ma`ssima ~f~ δεν έχει αρχές==è una persona senza principi | είναι θέμα αρχής==è una questione di principio | κατ' αρχήν==in linea di massima 4 princi`pio ~m~; conce`tto ~m~ fondamenta`le οι αρχές της γεωμετρίας==i princìpi della geometria | η αρχή του Αρχιμήδη==il principio di Archimede 5 specialmente al plurale autorità ~f~ η δικαστική αρχή==l'autorità giudiziaria | οι αρχές της πόλης==le autorità cittadine, i notabili | εξύβριση αρχής==oltraggio (a pubblico ufficiale) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματααπό την αρχή = da capo || οι Αρχές [f.] = le autorità [θηλ. πλυθ. άκλ.] Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |