Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρχηγός  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

1 ca`po ~m~ ο αρχηγός μιας συμμορίας==il capo di una banda | ο αρχηγός του κράτους==il capo dello stato
2 militare comanda`nte ~m~ ο αρχηγός της αστυνομίας==il capo della polizia
3 politica leader ~m~ ο αρχηγός του κόμματος==il leader del partito

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρχηγίς αρχήθε  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---