Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρχιδούκας  
ουσιαστικό αρσενικό

arcidu`ca ~m~; grandu`ca ~m~

αρχιδούκισσα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [αρχιδούκας ^-α, ο^]
2 arciduche`ssa ~f~

αρχιδούξ
ουσιαστικό αρσενικό

forma arcaica di [αρχιδούκας ^-α, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρχιδιάκονος αρχιδουκάτο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---