Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρχηγία  
ουσιαστικό θηλυκό

coma`ndo ~m~; gui`da ~f~; direzio`ne ~f~; gove`rno ~m~ ανέλαβε την αρχηγία του κόμματος==ha assunto la guida del partito | κατά την αρχηγία του άνθισε η οικονομία==sotto il suo governo, sotto la sua guida l'economia fiorì | κατά την αρχηγία του το κόμμα έχασε πολλές ψήφους==sotto la sua direzione il partito perse molti voti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρχηγέτιδα αρχηγίς  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---