Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αποσπερίτης {χωρ. πληθ... απόσταμα [ουσ ουδ.]
αποσπερματισμός [ουσ αρσ ] απόσταμαν [ουσ ουδ.]
αποσπόντα [επίρ.] αποσταμένος [επίθ.]
αποσπόρι {δύσχρ. απ... απόσταξη {-ης κ. -ά...
αποσπώ (απόσπ-ασα... αποστάξιμος [επίθ.]
αποσπώμαι [ρ. παθ.] απόσταση [-εις] {-η...
αποσπώμενος [επίθ.] αποστασία {αποστασιώ...
αποσπών [ουσ αρσ ] αποστασιομετρικός [επίθ.]
απόσταγμα {αποστάγμ-... αποστασιοποιημένος [επίθ.]
αποσταγμένος [επίθ.] αποστασιοποίηση {-ης κ. -ή...
αποστάζω (απόστ-αξα... αποστασιοποιούμαι (αποστασιο...
αποσταθεροποιημένος [επίθ.] αποστάτης {αποστατών...
αποσταθεροποίηση {-ης κ. -ή... αποστάτισσα {αποστατισ...
αποσταθεροποιητικός [επίθ.] αποστατώ aor αποστά...
αποσταθεροποιώ aor αποστα... αποστεγνωμένος [επίθ.]
αποσταίνω (απόστ-ασα... αποστεγνώνω (αποστέγν-...
αποστακτήρ [ουσ αρσ ] αποστέγνωση [θηλ.ουσ]
αποστακτήρας [ουσ αρσ ] αποστειρωμένος [επίθ.]
αποστακτήριο [ουσ ουδ.] αποστειρώνω (αποστείρ-...
αποσταλάζω aor αποστά... αποστείρωση [-εις] {-η...
αποσταλινοποίηση {-ης κ. -ή... αποστειρωτής [ουσ αρσ ]
αποσταλινοποιώ [ρ. μτβ.] αποστειρωτικός [επίθ.]
αποσταλμένη [θηλ.ουσ] αποστέκομαι [ρ. παθ.]
αποσταλμένος [επίθ.] αποστελλόμενος [επίθ.]
αποσταλμένος [ουσ αρσ ] αποστέλλω (απέστ-ειλ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: