Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποστειρώνω  
ρήμα μεταβατικό

medicina sterilizza`re αποστειρώνω τα χειρουργικά εργαλεία==sterilizzare gli strumenti chirurgici

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποστειρωμένος αποστείρωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---