Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποστέρηση  
ουσιαστικό θηλυκό

privazio`ne ~f~; pe`rdita ~f~; manca`nza ~f~ η αποστέρηση της προσωπικής ελευθερίας==privazione della libertà personale

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποστερημένος αποστερούμαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---