Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποστολή
ουσιαστικό θηλυκό 1 spedizio`ne ~f~; invi`o ~m~ δελτίο αποστολής==bolla di spedizione || bolla d'accompagnamento | αποστολή επί αντικαταβολή==spedizione contrassegno 2 merce ~f~ spedita σταμάτησαν την αποστολή στο τελωνείο==hanno bloccato la spedizione in dogana 3 missio`ne ~f~; compito ~m~; incarico ~m~ έφερε εις πέρας την αποστολή του==ha portato a termine la sua missione | επικίνδυνη αποστολή==missione pericolosa | αποστολή εξετελέσθη!==missione compiuta! | η αποστολή εκτελέστηκε!==missione compiuta! 4 σκοπός, ιεραποστολή missio`ne ~f~; vocazione ~f~ η ιερή αποστολή του δασκάλου==la sacra missione dell'insegnante 5 αντιπροσωπεία delegazio`ne ~f~ η ελληνική αποστολή φθάνει αύριο στη Νέα Υόρκη==la delegazione greca arriverà domani a Nuova York 6 spedizio`ne ~f~; missio`ne ~f~ τα μέλη επιστημονικής αποστολής στο Βόρειο Πόλο==i membri di una spedizione scientifica al Polo Nord 7 militare spedizione ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |