Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποστραγγιγμένος
επίθετο

variante di [αποστραγγισμένος]

αποστραγγισμένος  
επίθετο

1 secca`to
2 secco

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποστραβωμένος αποστραγγίζομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---