Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Αποστόλης
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [Απόστολος]

απόστολος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 messagge`ro ~m~; nu`nzio ~m~; invia`to ~m~
2 religione apo`stolo ~m~
3 ecclesiastico epistola`rio ~m~
4 ((figurato)) apo`stolo ~m~ απόστολος της ελευθερίας==apostolo della libertà | απόστολος της ειρήνης==apostolo della pace

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποστολή αποστολικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---