Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποστάτης  
ουσιαστικό αρσενικό

1 ribe`lle ~m~; rivolto`so ~m~
2 politica apo`stata ~m~
3 religione apo`stata ~m~ Ιουλιανός ο Αποστάτης==Giuliano l'Apostata

αποστάτισσα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [αποστάτης ^-η, -ο^]
2 ribe`lle ~f~; rivolto`sa ~f~
3 politica apo`stata ~f~
4 religione apo`stata ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποστασιοποιούμαι αποστατώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---