Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποστασιοποίηση  
ουσιαστικό θηλυκό

dista`cco ~m~; il tene`re ~m~ le dista`nze; il tene`rsi ~m~ a dista`nza

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποστασιοποιημένος αποστασιοποιούμαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---