Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποσπώ
ρήμα μεταβατικό 1 stacca`re; strappa`re απέσπασαν το παιδάκι από την αγκαλιά της μάνας του==strapparono il bambino dalle braccia della madre 2 χρήματα esto`rcere 3 allontana`re; stacca`re; distacca`re; disto`gliere; strappa`re αποσπώ κάποιον από τις κακές παρέες==allontanare qualcuno dalle cattive compagnie | ήταν αδύνατον να αποσπάσει το βλέμμα του από το πορτρέτο==non gli era possibile staccare lo sguardo da quel ritratto | αποσπώ την προσοχή==distogliere l'attenzione | μη μού αποσπάς την προσοχή!==non mi distrarre! 4 attira`re; conquista`re; strappa`re απέσπασε την εμπιστοσύνη όλων==si è conquistato la fiducia di tutti | αποσπώ θερμό χειροκρότημα==strappare un applauso caloroso 5 esto`rcere; strappa`re; carpi`re αποσπώ χρήματα==estorcere denaro | αποσπώ πληροφορίες==estorcere informazioni | αποσπώ μια υπόσχεση==estorcere una promessa | αποσπώ μια ομολογία==strappare una confessione 6 distacca`re; comanda`re; trasferi`re temporaneame`nte τον απέσπασαν στο κεντρικό κατάστημα της τραπέζας==l'hanno distaccato presso la sede centrale della banca αποσπώμαι ρήμα παθητικό 1 distacca`rsi 2 stacca`rsi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |