Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποστακτήρ
ουσιαστικό αρσενικό forma arcaica di [αποστακτήρας ^-α, ο^] αποστακτήρας ουσιαστικό αρσενικό alambi`cco ~m~; storta ~f~; distillato`re ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |