Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απόσταμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 spossate`zza ~f~
2 stanche`zza ~f~
3 te`dio ~m~

απόσταμαν
ουσιαστικό ουδέτερο

forma arcaica di [απόσταμα]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποσταλμένος αποσταμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---