Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αορτή [θηλ.ουσ] απαγκιστρωμένος [επίθ.]
αορτήρ [ουσ αρσ ] απαγκιστρώνομαι aor απαγκι...
αορτήρας [ουσ αρσ ] απαγκιστρώνω {απαγκίστρ...
άοσμος [επίθ.] απαγκίστρωση [θηλ.ουσ]
άου [επιφ.] απαγνάντιο [επίρ.]
αούαα [επιφ.] απαγοητευμένος [επίθ.]
αούααα [επιφ.] απαγοητεύω ipf απογοή...
άουτ [ουσ ουδ.] απάγομαι aor 3sg απ...
άουτ [επίρ.] απαγορεμένος [επίθ.]
αουτσάιντερ [ουσ ουδ.] απαγορευμένος [επίθ.]
απαγάγω [ρ. μτβ.] απαγορεύομαι απαγορεύθη...
απάγγειος [επίθ.] απαγόρευση [-εις] {-η...
απαγγελία [θηλ.ουσ] απαγορευτικός [επίθ.]
απαγγέλλω (απάγγ-ειλ... απαγορεύω (απαγόρ-εψ...
απαγγέλλων [ουσ αρσ ] απαγορεύων [επίθ.]
απαγγελμένος [επίθ.] απαγόρεψη gen απαγόρ...
απαγγέλνομαι Ρ αόρ. απά... απαγχονίζω aor απαγχό...
απαγγέλνω ipf απάγγε... απαγχονισμένος [επίθ.]
απαγγελτικός [επίθ.] απαγχονισμός [ουσ αρσ ]
απάγγια [επίρ.] απάγω (απήγαγα, ...
απάγγιος [επίθ.] απαγωγέας {(θηλ.) απ...
απαγκειασμένος [επίθ.] απαγωγεύς [ουσ αρσ και θηλ.]
απάγκια [επίρ.] απαγωγή [θηλ.ουσ]
απαγκιασμένος [επίθ.] απάδω [ρ. μτβ.]
απάγκιο [ουσ ουδ.] απαθανατίζομαι ipf απαθαν...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: