Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπαγορευτικός
επίθετο proibiti`vo; che mira a proibi`re; di divie`to απαγορευτικά μέτρα==provvedimenti proibitivi+++απαγορευτικά μόρια==grammatica particelle proibitive permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαauto η απαγορευτική ζώνη = αυτοκίνητο zona [θηλ.] rimozione Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |