Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απαγορεμένος
επίθετο

variante di [απαγορευμένος]

απαγορευμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [απαγορεύω]
2 proibi`to; vieta`to ο απαγορευμένος καρπός==il frutto proibito

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απάγομαι απαγορεύομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---