Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απάγομαι
ρήμα παθητικό

variante di [απάγω]

απάγω  
ρήμα μεταβατικό

rapi`re; sequestra`re απήγαγαν το γιο του βιομηχάνου για να ζητήσουν λύτρα==hanno rapito il figlio dell'industriale per chiederne il riscatto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απαγοητεύω απαγορεμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---