Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απαγόρευση  
ουσιαστικό θηλυκό

divie`to ~m~; proibizio`ne ~f~; interdizio`ne ~f~ θέτω (κάποιον) υπό απαγόρευση==far divieto di qualcosa | η απαγόρευση της κυκλοφορίας==divieto di circolazione

απαγόρεψη
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [απαγόρευση]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απαγορεύομαι απαγορευτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---