Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απαγορεύομαι
ρήμα παθητικό

e`ssere vieta`to; e`ssere proibi`to απαγορεύεται η στάθμευση==divieto di sosta | απαγορεύεται το κάπνισμα==vietato fumare | απαγορεύεται η είσοδος==vietato l'ingresso

απαγορεύω  
ρήμα μεταβατικό

vieta`re; proibi`re; interdi`re σού απαγορεύω να ξαναμπείς στο δομάτιό μου!==ti proibisco di entrare di nuovo in camera mia! | ο γιατρός μού απαγόρευσε το ποτό==il medico mi ha proibito di bere | η συνείδησή μου μού απαγορεύει να…==la mia coscienza mi proibisce di…

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απαγορευμένος απαγόρευση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---