Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπαγωγέας
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό rapito`re ~m~; sequestrato`re ~m~ απαγωγεύς ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό forma arcaica di [απαγωγέας ^-α, ο^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |