Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απάθεια  
ουσιαστικό θηλυκό

1 apati`a ~f~; indiffere`nza ~f~
2 impassibilità ~f~; imperturbabilità ~f~; insensibilità ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απαθανατισμένος απαθέστατος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---