Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπαγοητεύω
ρήμα μεταβατικό variante di [απογοητεύω] απογοητεύομαι ρήμα παθητικό e`ssere, rimane`re delu`so; avvili`rsi απογοητεύτηκε==gli caddero le braccia απογοητεύω ρήμα μεταβατικό delu`dere; disillu`dere; sconforta`re; avvili`re permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |