Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απογραφή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 persone censime`nto ~m~ απογραφή του πληθυσμού==censimento della popolazione
2 merci inventa`rio ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απογραφεύς απόγραφο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---