Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποδεδειγμένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [αποδεικνύω] 2 prova`to; comprova`to; sperimenta`to η ενοχή του είναι αποδεδειγμένη==la sua colpevolezza è provata permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |