Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απόδειξη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 συλλογισμός dimostrazio`ne ~f~ η απόδειξη ενός θεωρήματος==la dimostrazione di un teorema
2 στοιχείο pro`va ~f~; testimonia`nza ~f~ μέχρις αποδείξεως του εναντίου==fino a prova contraria | ελλείψει αποδείξεων==in mancanza di prove
3 γραπτή βεβαίωση ricevu`ta ~f~ κόβω απόδειξη==rilasciare una ricevuta | εκδίδω απόδειξη==rilasciare una ricevuta | απόδειξη παραλαβής==bolla di consegna
4 ταμειακή scontri`no ~m~ ταμειακή απόδειξη==scontrino di cassa | νόμιμη απόδειξη==scontrino fiscale

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποδεικτός αποδείξιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---