Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποδεικνύομαι
ρήμα παθητικό variante di [αποδείχνομαι] αποδεικνύω ρήμα μεταβατικό variante di [αποδείχνω] αποδείχνω ρήμα μεταβατικό dimostra`re; prova`re του απέδειξα ότι είχε άδικο==gli ho dimostrato che aveva torto | μάταια προσπάθησε ν' αποδείξει την αθωότητα του==ha cercato inutilmente di dimostrare la sua innocenza permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |