Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποδέκτης  
ουσιαστικό αρσενικό

destinata`rio ~m~; riceve`nte ~m~

αποδέκτρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [αποδέκτης ^-η, ο^]
2 destinata`ria ~f~; riceve`nte ~f~

αποδέχτης
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [αποδέκτης]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποδεκτά αποδεκτός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---