Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποδέσμευση
ουσιαστικό θηλυκό liberazio`ne ~f~ da un vi`ncolo; svincolame`nto ~m~ αποδέσμευσις ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [αποδέσμευση ^-ης, η^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |