Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απογυμνώνομαι
ρήμα παθητικό

denuda`rsi

απογυμνώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 denuda`re; spoglia`re
2 spoglia`re; deruba`re; depreda`re τον απογύμνωσαν από όλα του τα αγαθά==lo spogliarono di tutti i suoi averi
3 ((figurato)) svela`re; me`ttere a nudo το βιβλίο του απογυμνώνει τα κακώς κείμενα της κοινωνίας==il suo libro mette a nudo i mali della società

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απογυμνωμένος απογύμνωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---