Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απόγονοι
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

discende`nza ~f~; posterità ~f~; proge`nie ~f~

απόγονος  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

discende`nte ^mf^ πέθανε δίχως να αφήσει απογόνους==morì senza lasciare discendenti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απογοητεύω απογραμμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---