Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απαγοητευμένος
επίθετο

variante di [απογοητευμένος]

απογοητεμένος
επίθετο

variante di [απογοητευμένος]

απογοητευμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [απογοητεύω]
2 delu`so; disillu`so; sconforta`to; avvili`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απαγνάντιο απαγοητεύω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---