Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαορτήρ
ουσιαστικό αρσενικό forma arcaica di [αορτήρας] αορτήρας ουσιαστικό αρσενικό 1 girabarchi`no ~m~ 2 girabecchi`no ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |