Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαόριστος
επίθετο 1 indefini`to; va`go; indetermina`to; gene`rico ένα αόριστο προαίσθημα==un vago presentimento | έδωσε μια αόριστη απάντηση==ha dato una risposta vaga | σύμβαση αορίστου χρόνου==contratto a tempo indeterminato 2 grammatica indefini`to; indetermina`to; indeterminati`vo το αόριστο επίθετο==aggettivo indefinito | το αόριστο άρθρο==articolo indeterminativo | η αόριστη αντωνυμία==pronome indefinito αόριστος ουσιαστικό αρσενικό grammatica aori`sto ~m~ permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο αόριστο άρθρο = articolo [αρσ.] indeterminativo || η μετοχή αορίστου = participio [αρσ.] passato Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |