Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αξιοσημείωτος [επίθ.] άξονας {αξόνων} g...
αξιοσύνη [θηλ.ουσ] αξονικός [επίθ.]
αξιοσύστατος [επίθ.] αξονίσκος [ουσ αρσ ]
αξιοσυχώρετος [επίθ.] αξονομετρία [θηλ.ουσ]
αξιότατος [επίθ.] αξονομετρικός [επίθ.]
αξιότερος [επίθ.] αξοσύνη [θηλ.ουσ]
αξιότητα [θηλ.ουσ] αξούμενος [επίθ.]
αξιότιμος [επίθ.] αξουράφιστος [επίθ.]
αξιόχρεο [ουσ ουδ.] αξύριστος [επίθ.]
αξιόχρεος [επίθ.] αξύστρητος [επίθ.]
αξιοχρέως [επίθ.] άξων {άξονος} g...
αξίωμα {αξιώμ-ατο... Άξων [κύρ.όν. αρσ.]
αξιωματικοί [ουσ αρσ πληθ.] αοιδός [ουσ αρσ και θηλ.]
αξιωματικός [επίθ.] άοκνος [επίθ.]
αξιωματικός [ουσ αρσ και θηλ.] αόκνως [επίρ.]
αξιωματούχοι [ουσ αρσ πληθ.] αόμματος [επίθ.]
αξιωματούχος [ουσ αρσ και θηλ.] άοπλος [επίθ.]
αξιωμένος [επίθ.] αόρατος [επίθ.]
αξιώνομαι aor αξιώθη... αόριστα [επίρ.]
αξιώνω (αξί-ωσα, ... αοριστία {αοριστιών...
αξίωση [-εις] {-η... αοριστίες {αοριστιών...
αξιωσύνη [θηλ.ουσ] αοριστολογία {αοριστολο...
αξιώτατος [επίθ.] αοριστολογώ [-είς, -εί...
αξιώτερος [επίθ.] αόριστος {-ου κ. -ί...
αξομολόγητος [επίθ.] αόριστος {αορίστ-ου...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: