Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάξονας
ουσιαστικό αρσενικό 1 asse ~m~ οδικός άξονας==asse stradale | ο άξονας της Γης==asse terrestre 2 ((figurato)) perno ~m~; fulcro ~m~; ca`rdine ~m~ permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαο κινητήριος άξονας = albero [αρσ.] motore Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |