Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάξιος
επίθετο 1 di valo`re; vale`nte; bravo άξια γυναίκα==una brava donna 2 αντάξιος degno; merite`vole άξιος λόγου==degno di menzione | άξιος προσοχής==degno di nota | άξιος μνείας==degno di menzione 3 ικανός capa`ce; ada`tto δε στάθηκε άξιος να της απιβληθεί==non fu capace di imporsi a lei+++είναι άξιος της τύχης του==ha avuto ciò che si meritava αξιότατος επίθετο superlativo di [άξιος] αξιότερος επίθετο comparativo di [άξιος] αξιώτατος επίθετο superlativo di [άξιος] αξιώτερος επίθετο comparativo di [άξιος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |