Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αξιοσύνη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 capacità ~f~
2 compete`nza ~f~
3 idoneità ~f~

αξιωσύνη
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αξιοσύνη]

αξοσύνη
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αξιοσύνη]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αξιοσημείωτος αξιοσύστατος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---