Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαξίωμα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 ca`rica ~f~; uffi`cio ~m~ παραιτούμαι από αξιώμά μου==dimettersi da una carica 2 αξιοπρέπεια dignità ~f~ 3 matematica assio`ma ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |