Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαξιωματικοί
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός ufficialità ~f~ αξιωματικός επίθετο 1 ufficia`le 2 matematica assioma`tico +++η αξιωματική αντιπολίτευση==il maggior partito dell'opposizione αξιωματικός ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό 1 militare ufficia`le ~m~ έφεδρος αξιωματικός==ufficiale di complemento 2 scacchi alfie`re ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |