Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαξιώνομαι
ρήμα παθητικό 1 riusci`re (a); fa`rcela (a) με τόσες δουλειές, δεν αξιώθηκα να σε επισκεφτώ==con tutti quegli impegni che avevo, non ce l'ho fatta a venire a trovarti 2 ave`re la fortu`na (di) πέθανε προτού αξιωθεί να δει την κόρη της παντρεμένη==è morta senza avere la fortuna di vedere sposata la figlia | αξιώθηκα να γνωρίσω από κοντά τον μεγάλο αυτό καλλιτέχνη==ebbi la fortuna di conoscere da vicino quel grande artista αξιώνω ρήμα μεταβατικό 1 esi`gere; prete`ndere αξιώνω μία απάντηση==esigere una risposta 2 considera`re degno; degna`re; conce`dere la gra`zia (di) ο Θεός δεν την αξίωσε να κάνει παιδιά==Dio non le ha concesso la grazia di avere un figlio permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |