Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
αξιωματούχοι
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός
dignità ~f~
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< αξιωματικός
αξιωματούχος >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αξιοχρέως
[επίθ.]
αξίωμα
{αξιώμ-ατο...
αξιωματικοί
[ουσ αρσ πληθ.]
αξιωματικός
[επίθ.]
αξιωματικός
[ουσ αρσ και θηλ.]
αξιωματούχοι
[ουσ αρσ πληθ.]
αξιωματούχος
[ουσ αρσ και θηλ.]
αξιωμένος
[επίθ.]
αξιώνομαι
aor αξιώθη...
αξιώνω
(αξί-ωσα, ...
αξίωση
[-εις] {-η...
αξιωσύνη
[θηλ.ουσ]
αξιώτατος
[επίθ.]
αξιώτερος
[επίθ.]
αξομολόγητος
[επίθ.]
άξονας
{αξόνων} g...
αξονικός
[επίθ.]
αξονίσκος
[ουσ αρσ ]
αξονομετρία
[θηλ.ουσ]
αξονομετρικός
[επίθ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis