Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκατάπαυση
ουσιαστικό θηλυκό cessazio`ne ~f~ κατάπαυση των εχθροπραξιών == cessazione delle ostilità | κατάπαυση του πυρός == il cessate il fuoco permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |