Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαταπιάνομαι
ρήμα παθητικό 1 occupa`rsi του αρέσει να καταπιάνεται με τα λουλούδια == gli piace occuparsi dei fiori 2 me`ttere mano, intrapre`ndere, occupa`rsi, me`ttersi a fare qualco`sa μ' αυτό το πρόβλημα θα καταπιαστώ αύριο == di questo problema me ne occuperò domani permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |