Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταπιστευματοδόχος  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

1 consegnata`rio ~m~
2 delega`to ~m~
3 deposita`rio ~m~
4 fiducia`rio ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταπίπτω καταπλάθω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---