Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταπίνω  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 ingoia`re, inghiotti`re, degluti`re, ingeri`re, manda`re giù καταπίνω μια μπουκιά == ingoiare, inghiottire un boccone | δυσκολεύομαι να καταπιώ == faccio fatica a deglutire | να μασάς καλά προτού καταπιείς το φαγητό == mastica bene prima di ingoiare, inghiottire il cibo! | η θάλασσα κατάπιε τη βάρκα == il mare ha inghiottito la barca
2 (fig) ingoia`re, manda`re giù δεν πρόκειται να καταπιώ μια τέτοια προσβολή == non ho intenzione di mandar giù una tale offesa | καταπίνω φαρμάκια == ingoiare bocconi amari | καταπίνω τα δάκρυά μου == ingoiare le lacrime | κατάπιε τη γλώσσα του == il gatto gli ha mangiato la lingua | τη γλώσσα σου κατάπιες; == ti manca la lingua?, hai perso la lingua?

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταπικραμένος καταπιόνας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---