Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαταπιεστής
ουσιαστικό αρσενικό 1 oppresso`re 2 soverchiato`re 3 vessato`re 4 violentato`re καταπιέστρια ουσιαστικό θηλυκό femminile di [καταπιεστής] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |