Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταπιεσμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [καταπιέζω]
2 oppre`sso καταπιεσμένος λαός == un popolo oppresso | μια καταπιεσμένη σύζυγος == una moglie oppressa

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταπίεση καταπιεστής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---